ανθοβολία
Смотреть что такое "ανθοβολία" в других словарях:
ανθοβολία — η το πέσιμο των λουλουδιών του φυτού: Η άνοιξη ήταν προχωρημένη κι είχε πια αρχίσει η ανθοβολία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανθοβολία — η η ανθόρροια* … Dictionary of Greek
ανθοβολιά — η η ανθοβόληση* … Dictionary of Greek